- αποτρέπομαι
- αποτρέπομαι, αποτράπηκα βλ. πίν. 180
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀποτρέπομαι — ἀποτρέπω turn away from pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀποτρέπομαι — ἀποτρέπομαι , ἀποτρέπω turn away from pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποτρέπομαι — Α 1. γυρίζω προς άλλο μέρος προηγουμένως, στρέφομαι πίσω προηγουμένως («προαπετράποντο διωκόντες» σταμάτησαν να καταδιώκουν, Ξεν.) 2. κάνω στροφή για να επιτεθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποτρέπομαι «αποφεύγω, γυρίζω πίσω, επιστρέφω»] … Dictionary of Greek